Στην ιστορική συμφωνία Πολιτείας – Εκκλησίας το 2018 επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η οποία δεν τελικά δεν ευοδόθηκε αναφέρεται το άρθρο του Αλέξη Τσίπρα που συμπεριλαμβάνεται στον τιμητικό τόμο της Θεολογικής Σχολής για την δεκαπενταετή Αρχιερατεία του Αρχιεπίσκοπου Ιερώνυμου που παρουσιάζεται σήμερα Τετάρτη (14/6).
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για πρώτη φορά περιγράφει το παρασκήνιο της συμφωνίας των δεκαπέντε σημείων αλλά και τις πολιτικές σκοπιμότητες που οδήγησαν σε «ναυάγιο» την ιστορική συμφωνία, καθώς όπως αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Φτάσαμε πολύ κοντά, αλλά δυστυχώς οι πολιτικές σκοπιμότητες προέκυψαν από εκεί που δεν το αναμέναμε. Ούτε εγώ ούτε ο Αρχιεπίσκοπος. Και εν τέλει δεν επέτρεψαν αυτή η ιστορική συμφωνία να ολοκληρωθεί».
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αναφέρεται στο αντικείμενο της συμφωνίας που ήταν ένας διπλός συμβιβασμός επ’ αμοιβαία ωφελεία των μερών. Και συγκεκριμένα: «Αφενός, η Πολιτεία αποδεσμεύεται από τη μισθοδοσία του κλήρου, διασφαλίζοντας όμως στην Εκκλησία τους πόρους που απαιτούνται γι’ αυτή. Αφετέρου, Πολιτεία και Εκκλησία συμφωνούν στην από κοινού αξιοποίηση αμφισβητούμενων μεταξύ τους εκτάσεων χωρίς να περιμένουν να αποσαφηνιστεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους».
Η συμφωνία αποτυπώθηκε σε δύο κείμενα. Το πρώτο ήταν ένα σχέδιο συμφωνίας δεκαπέντε σημείων, με τον τίτλο «Συμφωνία μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας», την οποία παρουσίασε ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας από κοινού με τον Αρχιεπίσκοπο στις 6 Νοεμβρίου 2018. Το δεύτερο ήταν ένα δεκασέλιδο κείμενο με τον τίτλο «Σχέδιο υλοποίησης της συμφωνίας Πολιτείας – Εκκλησίας» που εκπονήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μετά από διαπραγματεύσεις με την Εκκλησία και δόθηκε στη δημοσιότητα στις 12 Φεβρουαρίου 2019.
Ο Αλέξης Τσίπρας στο άρθρο του, το οποίο δημοσιεύτηκε στο ieidiseis αναφέρει ότι «τις μέρες και τις εβδομάδες που ακολούθησαν μεθοδεύτηκε μια εκστρατεία παραπληροφόρησης και διαστρέβλωσης του περιεχομένου της συμφωνίας, με αιχμή του δόρατος την ανασφάλεια που δήθεν προκαλεί στους απλούς κληρικούς. Το αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε επηρέασε την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας, η οποία εξέφρασε επιφυλάξεις για το σχέδιο συμφωνίας, δήλωσε την αντίθεσή της στη μεταβολή του καθεστώτος μισθοδοσίας των κληρικών, ωστόσο αποφάσισε τη συνέχιση του διαλόγου με την κυβέρνηση».
Αναλυτικά το άρθρο του Αλέξη Τσίπρα όπως το δημοσιεύει το ieidiseis
«Ενισχύοντας τις διακριτές σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας
Ως πρωθυπουργός είχα τη χαρά να συνομιλήσω και να συνεργαστώ με τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο. Η πιο σημαντική κοινή πρωτοβουλία που είχαμε ήταν το σχέδιο συμφωνίας ανάμεσα στην Πολιτεία και την Εκκλησία της Ελλάδος. Παρότι η συμφωνία τελικά δεν υλοποιήθηκε, η πρωτοβουλία χαρακτηρίστηκε, και πράγματι ήταν, ιστορική. Για πρώτη φορά, τα δύο μέρη εγκαινίασαν μια ανοιχτή και ειλικρινή διαπραγμάτευση, με όρους αμοιβαίου σεβασμού και χωρίς κρυφά ανταλλάγματα. Αντικείμενο της συμφωνίας ήταν ένας διπλός συμβιβασμός επ’ αμοιβαία ωφελεία των μερών. Αφενός, η Πολιτεία αποδεσμεύεται από τη μισθοδοσία του κλήρου, διασφαλίζοντας όμως στην Εκκλησία τους πόρους που απαιτούνται γι’ αυτή. Αφετέρου, Πολιτεία και Εκκλησία συμφωνούν στην από κοινού αξιοποίηση αμφισβητούμενων μεταξύ τους εκτάσεων χωρίς να περιμένουν να αποσαφηνιστεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους.
Η συμφωνία Πολιτείας-Εκκλησίας
Η συμφωνία αποτυπώθηκε σε δύο κείμενα. Το πρώτο ήταν ένα σχέδιο συμφωνίας δεκαπέντε σημείων, με τον τίτλο «Συμφωνία μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας», την οποία παρουσιάσαμε από κοινού με τον αρχιεπίσκοπο στις 6 Νοεμβρίου 2018. Το δεύτερο ήταν ένα δεκασέλιδο κείμενο με τον τίτλο «Σχέδιο υλοποίησης της συμφωνίας Πολιτείας – Εκκλησίας» που εκπονήθηκε από την κυβέρνηση μετά από διαπραγματεύσεις με την Εκκλησία και δόθηκε στη δημοσιότητα στις 12 Φεβρουαρίου 2019.
Το πρώτο κείμενο, η συμφωνία των δεκαπέντε σημείων, ξεκινά με την αναγνώριση ότι το ελληνικό κράτος είχε αποκτήσει στο παρελθόν περιουσία της Εκκλησίας χωρίς να καταβάλει πλήρη αποζημίωση και, ως ανταπόδοση, ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου. Συμφωνείται ότι εφεξής η Πολιτεία παύει να μισθοδοτεί η ίδια τους κληρικούς, αλλά θα καταβάλλει σε ειδικό ταμείο ετήσια επιδότηση από την οποία η Εκκλησία θα μισθοδοτεί τους υπηρετούντες κληρικούς. Η Εκκλησία παραιτείται από οποιεσδήποτε αξιώσεις για πλημμελώς αποζημιωθείσα περιουσία της που απέκτησε στο παρελθόν το ελληνικό κράτος, διασφαλίζονται οι οργανικές θέσεις των υπηρετούντων κληρικών και η Εκκλησία θα μπορεί εφεξής να ιδρύει νέες θέσεις κληρικών μόνο από δικούς της πόρους. Παράλληλα, συμφωνείται ότι η διαχείριση και αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων που διαμφισβητούνται μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας ανατίθεται στο Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας, το οποίο ιδρύεται και διοικείται από κοινού από Πολιτεία και Εκκλησία, με επιμερισμό κατά ίσο μέρος των εσόδων και υποχρεώσεών του.
Το απόγευμα της 6ης Νοεμβρίου 2018 δέχθηκα τον αρχιεπίσκοπο στο Μέγαρο Μαξίμου και ανακοινώσαμε επισήμως το περιεχόμενο της συμφωνίας. Είχα δηλώσει τότε ότι η συνάντησή μας με τον αρχιεπίσκοπο ήταν «το επιστέγασμα ενός διαλόγου που έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετά χρόνια και κοινή θέληση ήταν να αντιμετωπίσουμε ιστορικές εκκρεμότητες και τον εξορθολογισμό των σχέσεων εκκλησίας και κράτους». Ο αρχιεπίσκοπος χαρακτήρισε τη συνάντηση «ιστορική στιγμή» και «μεγάλο γεγονός», δηλώνοντας ότι «η Εκκλησία θα αισθάνεται ότι γίνεται όχι πιο πλούσια, δεν την ενδιαφέρει αυτό, αλλά ότι γίνεται πιο λειτουργική στην πραγματοποίηση των οραμάτων που έχει». Την επόμενη μέρα, για «ιστορική συμφωνία» έκανε λόγο σε ανακοίνωσή της και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος. Η συμφωνία ήταν πράγματι ένα πρώτο σημαντικό βήμα και μια μεγάλη ευκαιρία για τον εξορθολογισμό των σχέσεων και την ενίσχυση των διακριτών ρόλων Πολιτείας και Εκκλησίας.
Οι επιφυλάξεις της Ιεραρχίας
Τις μέρες και τις εβδομάδες που ακολούθησαν μεθοδεύτηκε μια εκστρατεία παραπληροφόρησης και διαστρέβλωσης του περιεχομένου της συμφωνίας, με αιχμή του δόρατος την ανασφάλεια που δήθεν προκαλεί στους απλούς κληρικούς. Το αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε επηρέασε την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας, η οποία εξέφρασε επιφυλάξεις για το σχέδιο συμφωνίας, δήλωσε την αντίθεσή της στη μεταβολή του καθεστώτος μισθοδοσίας των κληρικών, ωστόσο αποφάσισε τη συνέχιση του διαλόγου με την κυβέρνηση.
Ακολούθησε σειρά συναντήσεων κυβερνητικών στελεχών υπό τον Υπουργό Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων Κ. Γαβρόγλου με επιτροπή που συγκρότησε η Ιεραρχία.
Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων αυτών αποτυπώθηκε, από πλευράς κυβέρνησης, στο δεύτερο κείμενο, το σχέδιο υλοποίησης της συμφωνίας, που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 12 Φεβρουαρίου 2019. Στο κείμενο αυτό αποσαφηνίζονται τα σημεία τα οποία άφηνε ανοιχτά η συμφωνία των δεκαπέντε σημείων και αντικρούονται οι διαστρεβλώσεις της που διακινούνταν στη δημοσιότητα. Το σημαντικότερο που διευκρινίζεται με το σχέδιο υλοποίησης της συμφωνίας είναι ότι μ’ αυτή σε τίποτε δεν μεταβάλλεται το υπηρεσιακό καθεστώς των κληρικών και σε τίποτε δεν θίγονται εργασιακά, ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα. Μεγάλη σημασία έχει επίσης η πρόβλεψη ότι το τελικό κείμενο της συμφωνίας δεν θα νομοθετηθεί μονομερώς από την Πολιτεία, αλλά η ίδια η συμφωνία θα κυρωθεί με νόμο. Αυτό σημαίνει πως τα συμφωνηθέντα θα αποκτήσουν τυπική ισχύ νόμου, χωρίς να απωλέσουν το συμβατικό τους χαρακτήρα και, επομένως, δεν θα είναι δυνατή η μονομερής τροποποίησή τους με νεότερο νόμο. Με άλλα λόγια, μόνο με μια νέα συμφωνία μεταξύ των δύο μερών θα μπορούσαν να επέλθουν αλλαγές στον κυρωτικό νόμο.
Δυστυχώς, η πρωτοβουλία αυτή δεν είχε συνέχεια. Η Εκκλησία ενέμεινε στις αντιρρήσεις της. Το σχέδιο συμφωνίας δεν υλοποιήθηκε και δεν ήρθε ποτέ προς νομοθέτηση. Η πολιτική συγκυρία δεν ήταν ευνοϊκή –είχαμε ήδη μπει σε εκλογική χρονιά– και ο διάλογος λόγω της επιμονής της Εκκλησίας να μην θέλει να συζητήσει το περιουσιακό τελικά διακόπηκε. Ο χρόνος, άλλωστε, κυλάει διαφορετικά στην πολιτική, όπου οι κυβερνήσεις υπόκεινται στην περιοδική κρίση του λαού, και διαφορετικά για την Εκκλησία, έναν θεσμό και έναν κοινωνικό οργανισμό με μακραίωνη παράδοση, πολύ μακρύτερη από την ιστορία του ελληνικού κράτους.
Αποτιμώντας μία κοινή προσπάθεια
Δεν χρειάζεται να αναφερθώ εκτενέστερα στο περιεχόμενο και το ιστορικό της κοινής αυτής πρωτοβουλίας για μια αμοιβαία αποδεκτή, επωφελή και, κυρίως, συναινετική διευθέτηση των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας με ενίσχυση της αυτοτέλειας και των διακριτών ρόλων τους. Τα καταγράφει με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία, αντικειμενικότητα και ακρίβεια ο αρχιεπίσκοπος στο βιβλίο του Συνοπτική Θεώρηση της Εκκλησιαστικής Περιουσίας που εκδόθηκε το 2020. Σημειώνω ότι, πέραν της συμφωνίας των δεκαπέντε σημείων που καταρτίσαμε και ανακοινώσαμε από κοινού, σε παράρτημα στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται και το κυβερνητικό σχέδιο υλοποίησης της συμφωνίας.
Μπορώ πάντως να επιχειρήσω μια αποτίμηση αυτής της κοινής μας προσπάθειας.
Στο κοινό ανακοινωθέν πρωθυπουργού και αρχιεπισκόπου της 6ης Νοεμβρίου 2018 γίνεται λόγος για την πρόθεσή μας να καταλήξουμε σε μια ιστορική συμφωνία. Τον χαρακτηρισμό επανέλαβε την επομένη στην ανακοίνωσή της και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος. Ο χαρακτηρισμός δεν είναι ρητορική υπερβολή. Εάν είχε ευοδωθεί, η συμφωνία θα ήταν πράγματι μια ιστορική στιγμή στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας. Όχι μόνο γιατί θα διευθετούσε, εκεί που προηγούμενες προσπάθειες είχαν αποτύχει, μια σημαντική πτυχή των σχέσεων αυτών –το περιουσιακό. Όχι μόνο γιατί οι σχέσεις τους θα εξορθολογίζονταν και θα έμπαιναν σε νέα εποχή, με την Πολιτεία να αναπλαισιώνει, εννοιολογικά αλλά και δημοσιονομικά, το καθεστώς μισθοδοσίας του κλήρου. Αλλά εξίσου, και ίσως ακόμα περισσότερο, γιατί όλα αυτά δεν θα ήταν αποτέλεσμα μονομερούς επιβολής ούτε παρασκηνιακών συναλλαγών, αλλά μιας συναινετικής, ανοιχτής και ειλικρινούς διαπραγμάτευσης, διαδικασίας που νομιμοποιεί τους αμοιβαίους συμβιβασμούς και υποχωρήσεις.
Ανεξαρτήτως του ότι η πρωτοβουλία τελικά δεν ευοδώθηκε, παρόλα αυτά παρήγαγε θεσμικά δεδομένα και προηγούμενα, που οποιαδήποτε μελλοντική προσπάθεια δεν θα είναι εφεξής δυνατόν να παραβλέψει. Από την άποψη αυτή, η πρωτοβουλία ακόμα και ατελέσφορη υπήρξε ιστορική. Για πρώτη φορά ελληνική κυβέρνηση αναγνώρισε ότι στο απώτερο παρελθόν το ελληνικό κράτος απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία χωρίς να καταβάλει το προσήκον αντάλλαγμα. Αυτό υπήρξε το μεγάλο κέρδος της Εκκλησίας και, αντίστοιχα, η μεγάλη παραχώρηση της Πολιτείας στη συμφωνία των δεκαπέντε σημείων. Για πρώτη φορά ελληνική κυβέρνηση αναγνώρισε ότι το ελληνικό κράτος ανέλαβε, σταδιακά από το 1945, τη μισθοδοσία του κλήρου ως αντάλλαγμα για την πλημμελή αποζημίωση εκκλησιαστικής περιουσίας που απέκτησε. Αυτό έχει δύο όψεις. Για τη μεν Εκκλησία, δεν είναι παρά το λογικό επακόλουθο της πρώτης παραδοχής. Όμως για την Πολιτεία έχει μια κρίσιμη συνέπεια. Ότι η εκ μέρους της μισθοδοσία του κλήρου υπήρξε αιτιώδης, ως αντάλλαγμα έναντι αξιώσεων της Εκκλησίας, και επομένως δεν δικαιολογείται παρά μόνο και στο βαθμό που συνδέεται με την αιτία αυτή. Για πρώτη φορά αναγνωρίζεται ότι καθαυτή η μισθοδοσία του κλήρου δεν αποτελεί με οποιονδήποτε τρόπο υποχρέωση της Πολιτείας. Τέτοια υποχρέωση δεν απορρέει ούτε από την οργάνωση της Εκκλησίας και των μητροπόλεών της με τη μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ούτε από την ιδιότητα των κληρικών ως θρησκευτικών λειτουργών της επικρατούσας θρησκείας. Εάν η Πολιτεία ικανοποιήσει με διαφορετικό τρόπο τις αξιώσεις της Εκκλησίας, τότε αυτομάτως αποδεσμεύεται από τη μισθοδοσία του κλήρου. Αυτό υπήρξε το μεγάλο κέρδος της Πολιτείας και, αντίστοιχα, η μεγάλη παραχώρηση της Εκκλησίας στη συμφωνία των δεκαπέντε σημείων.
Πέρα όμως από το περιεχόμενο του σχεδίου συμφωνίας, ξεχωριστή σημασία έχει και η διαδικασία που ακολουθήθηκε. Για πρώτη φορά προτάθηκε, η διευθέτηση του περιουσιακού και μισθολογικού ζητήματος στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας να πάρει τη μορφή διμερούς συμφωνίας που θα κυρωθεί με νόμο. Αυτό συνεπάγεται καταρχάς μια ποιοτική μεταβολή στο ήθος των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, οι οποίες αντιμετωπίζονται ως ισότιμοι εταίροι που διαπραγματεύονται με δημόσιο και διαφανή τρόπο και θέτουν σε εφαρμογή τη συμφωνία τους κατά τρόπο που δεν επιτρέπει μονομερή μεταβολή της, παρά μόνο μετά από νεότερη συμφωνία των μερών.
Στο κοινό ανακοινωθέν πρωθυπουργού και αρχιεπισκόπου της 6ης Νοεμβρίου 2018 αναφέρεται ότι η συμφωνία των δεκαπέντε σημείων επιλύει ιστορικές εκκρεμότητες, ενισχύει την αυτονομία της Εκκλησίας έναντι της Πολιτείας και συμβάλλει στον εξορθολογισμό των σχέσεών τους. Και οι τρεις αναφορές είναι ακριβείς.
Πρόκειται για σχέδιο εξορθολογισμού των σχέσεων, και όχι χωρισμού Πολιτείας και Εκκλησίας –όποια σημασία κι αν δίνεται στον φορτισμένο αυτόν όρο. Η ίδια η συμφωνία αποδεικνύει ότι η μισθοδοσία του κλήρου από το Δημόσιο –η διακοπή της οποίας προβάλλεται ως το συνηθέστερο αίτημα «χωρισμού»– αποτελεί συγκυριακό και όχι εγγενές χαρακτηριστικό των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας. Αν δεχθούμε, όπως γίνεται δεκτό στη συμφωνία των δεκαπέντε σημείων, ότι η μισθοδοσία αναλήφθηκε ως ανταπόδοση έναντι αξιώσεων της Εκκλησίας, τότε η Πολιτεία μπορεί οποτεδήποτε να αποδεσμευτεί απ’ αυτήν, αρκεί να διασφαλίσει έναν εναλλακτικό τρόπο να ικανοποιήσει τις αξιώσεις αυτές, τουλάχιστον κατά το μέρος που τις αναγνωρίζει. Αυτό συνιστά εξορθολογισμό και όχι κάποιου είδους χωρισμό. Η αυτονομία της Εκκλησίας ενισχύεται, καθώς αποκτά την ευθύνη της μισθοδοσίας του κλήρου, και μάλιστα με το πλεονέκτημα ότι θα έχει διασφαλισμένους από την Πολιτεία τους απαιτούμενους πόρους γι’ αυτήν. Από την άλλη πλευρά, περίπου 10.000 κληρικοί παύουν να καταλογίζονται στους μισθοδοτούμενους από το ελληνικό Δημόσιο και, επομένως, στο με ευρεία έννοια προσωπικό του, κάτι που έχει κρίσιμη σημασία για την αποτύπωση των μεγεθών του Δημοσίου, ανθρώπινων, δημοσιονομικών και άλλων, επομένως και για τη διαχείρισή τους. Ταυτόχρονα, η συμφωνία διευθετούσε όλες τις χρονίζουσες εκκρεμότητες που αφορούσαν κληρικούς που μισθοδοτούνταν χωρίς να κατέχουν οργανικές θέσεις.
Σημειωτέον ότι όλα αυτά θα μπορούσαν κάλλιστα να γίνουν και μονομερώς εκ μέρους της Πολιτείας, δηλαδή ευθέως με νόμο και όχι με νομοθετική κύρωση συμφωνίας. Οτιδήποτε περιέχεται στη συμφωνία των δεκαπέντε σημείων και στο σχέδιο υλοποίησης που την εξειδικεύει θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης –ανεξάρτητα, ερήμην ή και αντίθετα προς τη βούληση της Εκκλησίας. Ο λόγος που δεν συνέβη αυτό ήταν προφανώς πολιτικός. Επιδιώχθηκε μέχρι τέλους η εξεύρεση μιας συναινετικής λύσης μέσα από διαπραγματεύσεις και αμοιβαίους συμβιβασμούς. Δεν υπήρχε λόγος για μια συγκρουσιακή λύση.
Έχω τη βαθιά πεποίθηση ότι, αν ποτέ υπάρξει αμοιβαία αποδεκτή λύση για τα προβλήματα τα οποία επιδιώχθηκε να επιλυθούν, αυτή η λύση εκ των πραγμάτων δεν θα είναι ουσιωδώς διαφορετική από αυτή που αποτυπώθηκε στη συμφωνία των δεκαπέντε σημείων.
Έχω τέλος την πεποίθηση ότι η λύση αυτή μόνο με μια προοδευτική κυβέρνηση, μπορεί να επιτευχθεί.
Γιατί μόνο μια κυβέρνηση που δεν θα έχει στο πίσω μέρος του νου την ψηφοθηρία έναντι του πλήθους των πιστών, μια κυβέρνηση που δεν θα συνδέεται με αμοιβαίες εξαρτήσεις και καταναγκασμούς με την Εκκλησία, μπορεί να σεβαστεί την Εκκλησία. Και να φέρει σε
πέρας και να υλοποιήσει μια ιστορική συμφωνία, με το βλέμμα στο παρελθόν αλλά και μέλλον, όχι στις στενές σκοπιμότητες του εκάστοτε παρόντος.
Αυτό επιχειρήσαμε το 2018. Φτάσαμε πολύ κοντά, αλλά δυστυχώς οι πολιτικές σκοπιμότητες προέκυψαν από εκεί που δεν το αναμέναμε. Ούτε εγώ ούτε ο Αρχιεπίσκοπος. Και εν τέλει δεν επέτρεψαν αυτή η ιστορική συμφωνία να ολοκληρωθεί».